ξυλώμασιν — ξύλωμα piece of woodwork neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλώματα — ξύλωμα piece of woodwork neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμβιο — Φυτικός ιστός, ειδικά των ξυλωδών φυτών, ο οποίος κατατάσσεται στα δευτερογενή μεριστώματα. Αποτελείται από στενά επιμήκη κύτταρα, διατεταγμένα σε σειρές, ενώ δημιουργεί μια διαχωριστική ζώνη μεταξύ ξυλώματος και φλοιώματος. Στην πραγματικότητα… … Dictionary of Greek
ξυλωμάτιον — ξυλωμάτιον, τὸ (Α) [ξύλωμα] υποκορ. τού ξύλωμα … Dictionary of Greek
πρωτογενής — Ζωγράφος και γλύπτης που έζησε στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. Ο Πλίνιος τον αναφέρει ως σύγχρονο του Απελλή και του Αριστείδη. Καταγόταν από φτωχή ροδιακή οικογένεια και γεννήθηκε στην Καύνο της Καρίας. Εργάστηκε τόσο στη Ρόδο, όσο και στην Αθήνα. Ο… … Dictionary of Greek
κορμόφυτα — Συστηματικό άθροισμα, που περιλαμβάνει τα ανώτερα φυτά των οποίων το φυτικό σώμα συγκροτείται από γνήσιους ιστούς και ονομάζεται κορμός (βλ. λ.). Ο κορμός αποτελείται από διαφοροποιημένα μέρη: τη ρίζα (ή ριζικό σύστημα), τον βλαστό και τα φύλλα.… … Dictionary of Greek
ξυλίνη — η 1. ζωολ. γένος βλαβερών λεπιδόπτερων εντόμων τής οικογένειας noctuidae, που προσβάλλουν κυρίως τα αμπέλια 2. βοτ. παλαιότερος όρος για το ξύλωμα … Dictionary of Greek
πρωτοξύλωμα — το, Ν βοτ. (στο πρωτογενές ξύλωμα) τα ιστολογικά στοιχεία που σχηματίζονται αρχικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protoxylem (< πρωτ[ο] * + ξύλο + κατάλ ωμα)] … Dictionary of Greek
ρητινοφόρος — ο, Ν 1. (για δέντρο) αυτός που περιέχει ή παράγει ρητίνη 2. (για φυτικό κύτταρο) αυτός που εγκλείει ρητίνη 3. φρ. α) «ρητινοφόρα δέντρα» ή, απλώς, «ρητινοφόρα» βοτ. δασικά δέντρα τα οποία ανήκουν στα γυμνόσπερμα και που το ξύλο τους περιέχει… … Dictionary of Greek
σιφωνοστήλη — η, Ν βοτ. κύλινδρος αγγειώδους ιστού, που αποτελείται από ξύλωμα και φλοίωμα, ο οποίος περιβάλλει έναν κεντρικό πυρήνα εντεριώνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. siphonostele < σίφωνας + στήλη] … Dictionary of Greek